κρητιδογραφία

κρητιδογραφία
Νεότερο είδος ζωγραφικής, κατά το οποίο ο καλλιτέχνης εργάζεται με πολύχρωμα μολύβια, παρόμοια με κιμωλίες (κρητίδες) πάνω σε χοντρό πορώδες χαρτί. Οι χρωματικοί τόνοι των κρητίδων χαρακτηρίζονται για την ασύγκριτη ζωηρότητα και την απαλότητά τους. Έχουν όμως το μειονέκτημα ότι δεν αντέχουν αρκετά στην τριβή, στον ήλιο και στην υγρασία. Γι’ αυτό πρέπει να τοποθετούνται σε χώρους οι οποίοι δεν υφίστανται απότομες ατμοσφαιρικές μεταβολές. Έτσι ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες αλλοίωσης ή, ορισμένες φορές, ολοκληρωτικής καταστροφής των κ. Για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος αυτός, συνηθίζεται ο ψεκασμός τους με ειδικό βερνίκι. Δεν είναι ακριβώς γνωστό πότε άρχισε να χρησιμοποιείται συστηματικά η κ. Βέβαιο είναι ότι έργα κ. υπάρχουν από τον 18o αι. Είναι πάντως γεγονός ότι μεγάλοι καλλιτέχνες της Αναγέννησης, όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Χολμπάιν και ο Γάλλος προσωπογράφος Κλοτ, γνώριζαν την κ. Όμως, οι πρώτοι συστηματικοί κρητιδογράφοι έζησαν κατά τον 17o αι. Ανάμεσα στους σημαντικότερους δασκάλους του είδους περιλαμβάνονται οι Γιόχαν Τίλε, Βερμερίν και Χέιντ. Αργότερα, υιοθέτησαν την κ. ως ζωγραφική τεχνική πολλοί επώνυμοι καλλιτέχνες, οι οποίοι, παράλληλα με αυτήν, καλλιέργησαν με μεγάλη επιτυχία την ελαιογραφία και την υδατογραφία. Στη Γαλλία, μεγάλοι κρητιδογράφοι υπήρξαν οι Ντε λα Τουρ, Οζέν Ντελακρουά, Βιβιέν Περονό, Μπουσέ, Ρουσέλ Νατιέ, Βιζέ, Λεοτάρ, Φλερ, Περοζί, Μπερνάρ κ.ά. Στη Γερμανία διακρίθηκαν ο Ραφαέλ Μενγκς και ο Λούντμπεργκ. Στην Ιταλία, η προσωπογράφος Ροζάλμπα Καριέρα διακρίθηκε και στην κ. Από τους νεότερους Έλληνες καλλιτέχνες, ασχολήθηκε επιτυχώς με την κ. ο Παύλος Μαθιόπουλος.
* * *
η
1. είδος ζωγραφικής με χρωματιστές κρητίδες με τις οποίες ο ζωγράφος ζωγραφίζει πάνω σε χοντρό πορώδες χαρτί, αλλ. παστέλ
2. το έργο που γίνεται με τον τρόπο αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρητιδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Αλεξ. θεμ. Φιλαδελφέα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παστέλ — το 1. είδος χρωματιστού μολυβιού ζωγραφικής από μίγμα λευκής κιμωλίας και χρώματος σε σκόνη 2. το είδος ζωγραφικής ή το σχέδιο που έχει φιλοτεχνηθεί με αυτό το μολύβι, η κρητιδογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pastel < ιταλ. pastello < pasta (βλ …   Dictionary of Greek

  • παστελογραφία — η η ζωγραφική με παστέλ, η κρητιδογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παστέλ + γραφία*] …   Dictionary of Greek

  • Μπουρντέλ, Αντουάν — (Antoine Bourdelle, 1861 – 1929). Γάλλος γλύπτης. Τέλειωσε με υποτροφία τη σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Παράλληλα με τις σπουδές του, ασχολήθηκε με τη μελέτη γλυπτών έργων, με το σχέδιο και με την κρητιδογραφία, αποβλέποντας στη διεύρυνση των …   Dictionary of Greek

  • παστέλ ή κρητιδογροφία — Τεχνική σχεδίου που χρησιμοποιεί μικρά κονδύλια που αποτελούνται από χρωστική ουσία αναμεμειγμένη με ένα συνδετικό μέσο (κόλλα, κερί κ.ά.). Επειδή το ποσοστό του συνδετικού μέσου είναι ελάχιστο, μόλις που να εξασφαλίζει την προσκόλληση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”